Μια συνέντευξη που δόθηκε το 1975, δεν δημοσιεύτηκε και εξακολουθεί να είναι επίκαιρη όσο ποτέ. Το “Αγαθό” του Καστοριάδη είναι η αυτοδιευθυνόμενη σοσιαλιστική κοινωνία, χωρίς γραφειοκρατία, αυτοθεμελιούμενη που να προσδιορίζει τους σκοπούς της. Βασική προϋπόθεση είναι η μεταβολή των κοινωνικών σχέσεων. Τα περισσότερα κόμματα μπορούν να χαρακτηριστούν σαν “επαναστατικές ή εθνικιστικές αυταπάτες” που δίνουν μια εσφαλμένη ελπίδα μεταβολής των κοινωνικών σχέσεων, το μόνο όμως που στην πραγματικότητα κάνουν είναι να σώζουν το υπάρχον καθεστώς, συμμετέχοντας (ή προσπαθώντας να συμμετάσχουν) στην αστική κυβέρνηση με σκοπό εάν όχι την αρπαγή τουλάχιστον το μοίρασμα της εξουσίας, υποσχόμενα μία αστική Δημοκρατία που δεν έχει καμία σχέση με την πάλη των τάξεων και την μεταβολή των σχέσεων (και ας ισχυρίζονται κάποιοι ότι ένιωθαν σαν να πήγαιναν να πληρώσουν τα λύτρα για την απελευθέρωση των ομήρων). Ο αποκλειστικός σκοπός των “προοδευτικών” ηγεσιών είναι η προοδευτική συντήρηση του καθεστώτος. Ο βαθύτερος σκοπός των ψευτο-επαναστατικών κινημάτων σήμερα δεν είναι η αλλαγή των θεσμών αλλά η αλλαγή της κατάστασης του ατόμου μέσα στους ίδιους τους θεσμούς.
Η οργάνωση των κομμάτων σήμερα είναι πανομοιότυπη και ολοκληρωτική, αποκλείοντας την οποιαδήποτε εσωτερική συζήτηση, διαφωνία ή αντιπολίτευση μέσα στο ίδιο το κόμμα. Η ίδια η γραφειοκρατία των κομμάτων, ένα προνομιούχο και κυρίαρχο κοινωνικό στρώμα, γίνεται η νέα αυτόνομη εκμεταλλευτική και καταπιεστική τάξη με σκοπό την απόλυτη συγκέντρωση της κοινωνικής, οικονομικής, πολιτικής και ιδεαλιστικής εξουσίας στα χέρια μιας μειοψηφίας που ασκεί την εξουσία μόνο και μόνο για τα δικά της συμφέροντα. Ο παραδοσιακός Καπιταλισμός (ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής) έχει δώσει την θέση του στον “Γραφειοκρατικό Καπιταλισμό” καθώς το κοινωνικό αυτό στρώμα καθορίζει, διευθύνει και κατευθύνει την παραγωγή, τις παραγωγικές σχέσεις. Δεν υπάρχει λοιπόν διαφορά ανάμεσα σε Δυτικά και Ανατολικά καθεστώτα εφόσον οι σχέσεις παραγωγής είναι οι ίδιες. Δεν υπάρχει έλεγχος του προϊόντος ή της παραγωγής από τον εργαζόμενο και δεν έχει νόημα πλέον να μιλάμε για ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής παρά μόνο για διευθύνοντες και εκτελεστές. Το κόμμα είναι η διεύθυνση και η εργατική τάξη, και κατά επέκταση οι υποστηρικτές του κόμματος, είναι το εκτελεστικό όργανο των αποφάσεων του κόμματος. Εάν πρέπει να κινητοποιηθούν τότε κινητοποιούνται χωρίς καμία πρωτοβουλία, χωρίς οποιαδήποτε διάθεση είτε επαναστατική ή αυτόνομης οργάνωσης, χωρίς καμία επεξεργασία των αποφάσεων, των εντολών και των αποτελεσμάτων.
Η ουτοπία του Καστοριάδη είναι ότι για να ασκηθεί η εξουσία από τις οργανωμένες μάζες (συλλογική αυτοδιεύθυνση) θα πρέπει να αλλάξουν οι σχέσεις παραγωγής, πράγμα αδύνατο κατά τον ίδιο μέσα σε ένα σύγχρονο εργοστάσιο όπου υπάρχουν αλυσίδες συναρμολόγησης, και ο εργάτης είναι δούλος της μηχανής. Εφόσον ο εργάτης δεν μπορεί να κυριαρχήσει πάνω στα εργαλεία του, δεν μπορεί και να κυριαρχήσει πάνω στη δουλειά του, όπως ο μικροτεχνίτης που έχει τον απόλυτο έλεγχο της παραγωγής του. Αποτέλεσμα ο άνθρωπος αλλοτριώνεται και αποξενώνεται από τα ίδια του τα εργαλεία, από το προϊόν του, από την δουλειά του και από τον ίδιο του τον εαυτό. Το αξιοσημείωτο είναι ότι σήμερα αυτή η αλλοτρίωση έχει μετατοπιστεί από το εργοστάσιο και την παραδοσιακή φάμπρικα όπου αντίθετα ο εργάτης νιώθει πλέον όλο και πιο συνδεδεμένος και περήφανος για το προϊόν του (καμία φορά και με εθνικιστικές τάσεις), σε εταιρίες συγχρόνου management όπου οι υπάλληλοι δουλεύουν και “παράγουν” καθημερινά, κατά πλειοψηφία μπροστά σε έναν υπολογιστή, υπακούοντας τυφλά τις οδηγίες εκ των άνωθεν, χωρίς καμία πρωτοβουλία ή συζήτηση, χωρίς κανένα χειροπιαστό προϊόν, με μοναδικό και κυρίαρχο σκοπό την αύξηση των εταιρικών εισόδων που τελικά δεν αποφέρουν απολύτως τίποτα στον ίδιο τον εργαζόμενο. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να αποφασίζουν για την πορεία της εταιρίας (παραγωγής) με επίγνωση για το τί αποφασίζουν, τις συνέπειες και τις επιπτώσεις αυτού που αποφασίζουν στο έμμεσο και στο απώτερο μέλλον.
Μία δεύτερή ουτοπική προϋπόθεση είναι η απόλυτη εξομοίωση των μισθών ανεξαρτήτως από την φύση της εργασίας, χειρωνακτική ή διανοητική. Σύμφωνα με την “Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας” υπάρχει η ανάγκη να καταστραφεί η οικονομική νοοτροπία και ολόκληρο το σύστημα ψυχικών κινήτρων και αξιών που είναι συνυφασμένο μαζί της. Το φετίχ της σύγχρονης κοινωνίας είναι η απεριόριστη αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων, του “εθνικού πλούτου”. Οι φαντασιακοί και αυτοπροσδιοριζόμενοι κοινωνικοί θεσμοί επιτρέπουν και “νομιμοποιούν” την οικονομική αυτή ανισότητα και το σύστημα αξιών.
Οι “θεωρητικοί” φιλόσοφοι και οι πολιτικοί είναι αιχμάλωτοι των παραδοσιακών ιδεών και σχημάτων σκέψης. Ο διανοητής φιλόσοφος και ο πολιτικός δεν λέει ποτέ “αναλύω, προτιμώ και διαλέγω” παρά κρύβεται πίσω από την φύση του ανθρώπου και την ιστορική αναγκαιότητα για να αποφύγει την προσωπική του ευθύνη. Η Πολιτεία του Πλάτωνα θεμελιώνεται στην φύση του ανθρώπου. Η Μαρξιστική θεωρία στους ιστορικούς νόμους. Κανένας δεν είπε ξεκάθαρα είμαι εναντίων του Καπιταλισμού ή εναντίων της φτωχής και απαίδευτης μάζας. Τα κοινωνικά συστήματα αυτοπροσδιορίζονται και δεν καθορίζονται από κανένα ιστορικό νόμο, δεν υπακούουν σε καμία γενική νομοτέλεια και περισσότερο στη φύση του ανθρώπου. Η Ιστορία γράφεται, δεν καθορίζει γεγονότα, καταστάσεις, συστήματα, σκέψεις, είναι δημιουργία και όχι καθορισμένη εξέλιξη. Παρατηρώ και αναλύω την σημερινή κοινωνία και την ιστορική κατάσταση, βλέπω τις πιθανές κατευθύνσεις και το τι είναι δυνατό, επιλέγω αυτήν που θέλω και δουλεύω για αυτήν. Σαν διανοητές πρέπει να στηρίζουμε την δική μας προσωπική και υπεύθυνη στάση και το λόγο μας, σαν υπεύθυνα κοινωνικά άτομα “που σηκωνόμαστε και λέμε ότι αυτό θέλουμε, όχι επειδή το λένε οι ιστορικοί νόμοι, τα κιτάπια ή η Πολιτεία αλλά επειδή εμείς με επίγνωση το επιλέγουμε”. Η Πολιτική και η Φιλοσοφία είναι υπεύθυνη επιλογή ενός προσώπου ή μίας ομάδας. Ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί μόνο με την δική του δράση και σκέψη.
Τα παραδοσιακά καθεστώτα είναι σε μεγάλο βαθμό ανίσχυρα λόγο της ίδιας της γραφειοκρατικής τους οργάνωσης. Φτάνει να αναλογιστούμε τα ποσά που σπαταλάνε οι Κυβερνήσεις σε ανεξέλεγκτα έξοδα ενοικίασης ακινήτων απαραίτητα για την στέγαση προβληματικών διοικητικών υπηρεσιών. Η επιλογή των καταλληλότερων είναι η επιλογή των καταλληλότερων προς επιλογή. Ο κόσμος όμως έχει την εντύπωση ότι τα καθεστώτα είναι πανίσχυρα και πανέξυπνα. Τα αίτια μπορεί να τα πάει κανείς μέχρι και τον Πλάτωνα και την οργάνωση ενός συστήματος που συνωμοτεί να πείσει τον πληθυσμό ότι ο ίδιος είναι ανίκανος να κρίνει και να αυτοκυβερνηθεί και χρειάζονται οι ειδικοί. Και αυτό είναι κάτι που θα μπορούσα να δεχτώ εάν μπορούσε κάποιος να που πει τι σημαίνει ειδικός στην πολιτική και ποίο το νόημα των κυβερνητικών ανασχηματισμών. Εξ' ορισμού ο ειδικός στην πολιτική είναι ένας επαγγελματίας με ειδικότητα στο ψεύδος.
Ομιλία στους Έλληνες σπουδαστές του Παρισιού.
Σκοπός της συζήτησης είναι όχι να συμφωνήσεις αλλά να βάλεις σε κίνηση τη σκέψη σου, να σκεφτείς πράγματα που δεν έχεις σκεφτεί μέχρι σήμερα. Η φιλοσοφία πρέπει να ξεπερνά τα θεωρητικά όρια, πρέπει να έχει ένα σκοπό. Δεν συζητάμε για χάρη της συζήτησης, δεν φιλοσοφούμε για χάρη της φιλοσοφίας. Προσδιορίζω μία ενδεχομένη κρίση με παραδείγματα, βάση μιας μεθόδου αναλύω, ερμηνεύω και διευκρινίζω την κρίση και τον χαρακτήρα της και την αληθινή της σημασία στην σημερινή κοινωνία όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ και τελικά παίρνω θέση, τοποθετούμε πρακτικά και είναι υποχρέωσή μου να πάρω μία θέση απέναντι στην κρίση αυτή. Η φιλοσοφία δεν μπορεί να είναι καθαρά θεωρητική, κενή, πρέπει να έχει ένα περιεχόμενο, μία διδασκαλία. Δεν αναπαύομαι στην ιστορική ανάγκη αλλά παίρνω θέση, τοποθετούμε, επιλέγω μία λύση και εργάζομαι για αυτή.
Το περιεχόμενό της διδασκαλίας του Μάρξ μπορεί να είχε μία συγκεκριμένη αξία στην συγκεκριμένη εποχή που έζησε ο Μάρξ ενώ η μέθοδός του να ξεπερνάει την εποχή του και να έχει απόλυτη και διαχρονική αξία αλλά δεν έχει κανένα νόημα να διαχωρίσεις την μέθοδο από το περιεχόμενό (ένας τέτοιος διαχωρισμός, μία τέτοια αντίθεση είναι καθαρά ιδεαλιστική, Καντιανή). Ο Μάρξ δεν είναι ένας “στοχαστής”. Το έργο και η φιλοσοφία του έπαιξαν έναν συγκεκριμένο ρόλο και δεν μπορούν να αποκοπούν από την πρακτική τους εφαρμογή. Υιοθετήθηκε από κόμματα, εφαρμόστηκε, διαμόρφωσε καταστάσεις και τελικά μετάβαλε την ιστορική πραγματικότητα. Μπορεί λοιπόν να αναλυθεί και να κριθεί και έχει ένα νόημα. Δεν είναι θεωρητικό όπως η Πολιτεία του Πλάτωνα και δεν έχει νόημα να μιλάμε σκέτα για ιδέες και θεωρία του Μάρξ.
Κατά τον Καστοριάδη το έργο του Μάρξ αποτελείται από δύο στοιχεία αντικρουόμενα μεταξύ τους, το επαναστατικό (αποκοπή από την θεωρία) και το παραδοσιακό (καθαρά θεωρητικό). Σύμφωνα με το πρὠτο ο Μάρξ αποκηρύσσει την θεωρητική φιλοσοφική στάση, όπως μάλιστα θα σημειώσει στην 11η θέση για τον Φόιερμπαχ “Οι φιλόσοφοι μονάχα ερμήνευαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα όμως είναι να τον αλλάξουμε”. Δεν μπορείς όμως να μεταβάλεις κάτι χωρίς πρώτα να το ερμηνεύσεις, αλλά και κατά κάποιο τρόπο θα πρέπει να ερμηνεύσεις την μεταβολή αυτή. Κατά κάποιο τρόπο όμως το θεωρητικό στοιχείο στην σκέψη του Μάρξ επικρατεί του επαναστατικού.
Το πρακτικό και επαναστατικό στοιχείο έντεχνα αφαιρέθηκε μέσα στο χρόνο και αυτό που απέμεινε είναι απλώς μία ακόμα θεωρία, μία όμως “αληθινή” και παρατηρήσιμη θεωρία, η θεωρία της καπιταλιστικής κοινωνίας σύμφωνα με την οποία οι παραγωγικές σχέσεις και η ίδια η κοινωνία διέπονται από τεχνικούς και οικονομικούς νόμους άρτια συνδεδεμένους μεταξύ τους. Οι νόμοι αυτοί, μερικοί από τους οποίους είναι η αύξηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, η πτώση του ποσοστού κέρδους, η αναγκαιότητα κρίσεων υπερπαραγωγής κλπ, αποτελούν πραγματικά μετρήσιμα μεγέθη. Για πολλούς από αυτούς τους νόμους έχουμε σήμερα την εμπειρική τους διάψευση. Φαίνεται λοιπόν ότι αυτοί οι, κατά τον Μαρξ, νόμοι δεν υπήρξαν τίποτα περισσότερο από επί μέρους τάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας που θα πραγματοποιούνταν εάν η εργατική τάξη είχε παραμείνει εντελώς παθητική.
Η οικονομική ανάλυση του Μαρξ στηρίζεται στη βασική θέση ότι ο εργάτης μέσα στον καπιταλισμό γίνεται τελικά ένα απλό εμπόρευμα. Σαν εμπόρευμα έχει μία καθορισμένη ανταλλακτική αξία (αξία παραγωγής και αντικατάστασης) και μία καθορισμένη αξία χρήσης (το κέρδος από την αξιοποίηση του). Δεν υπάρχουν όμως αντικειμενικοί νόμοι που να καθορίζουν αυτές τις αξίες. Τα έξοδα παραγωγής του εμπορεύματος “εργάτης” είναι καθαρά ο μισθός του και έχει αποδειχθεί ότι δεν καθορίζεται από τεχνικούς ή οικονομικούς νόμους αλλά από την πάλη των τάξεων ανάμεσα στους καπιταλιστές και στους εργάτες. Ομοίως η αξία χρήσης του “εργάτη” είναι η ίδια η απόδοσή του κατά τις ώρες εργασίας που “αγόρασε” ο εργοδότης και που προσπαθεί να διαμορφώσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή η αξία χρήσης θα μεγιστοποιηθεί. Ο εργάτης συνεχώς προσπαθεί να αποφύγει την μετατροπή του σε απλό αντικείμενο και η διεύθυνση παραγωγής να εισαγάγει καινούργιες μεθόδους οργάνωσης της εργασίας ώστε να επιβάλει την πλήρη κυριαρχία της μέσα στην παραγωγή. Παρότι η πάλη των τάξεων βρίσκεται στο επίκεντρο της σκέψης του Μάρξ ό ίδιος κάτω από την ανάγκη να εισαγάγει αντικειμενικούς νόμους, ανεξάρτητους από την κοινωνική δράση των ανθρώπων, είναι αναγκασμένος να την αγνοήσει τελείως στην προσπάθειά του να ανάλυση την καπιταλιστική οικονομία. Το ποσοστό της υπεραξίας της εργατικής τάξης ως προϊόντος (ποσοστό εκμετάλλευσης) πάνω στο μεταβλητό κεφάλαιο αυξάνει συνεχώς μέσα στον καπιταλισμό με την βασική προϋπόθεση ότι το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης παραμένει σταθερό. Ο ρόλος της πάλης των τάξεων μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή και οικονομία δεν υπάρχουν στον Μάρξ για λόγους αντικειμενικότητας. Πρέπει να “εγγυηθεί” μία κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και μία τελική δράση της εργατικής τάξης η οποία είναι υποχρεωμένη από το “κοινωνικό της είναι” να καταλύσει τον καπιταλισμό και να εγκαθιδρύσει τον σοσιαλισμό, ανεξάρτητα από εξωγενείς παράγοντες. Οι “ιστορικοί” νόμοι του Μάρξ εγγυώνται ότι μετά την καπιταλιστική κοινωνία υπάρχει η “μεταβατική” σοσιαλιστική κοινωνία και τελικά η ανώτερη φάση του κομουνισμού.
Το δεύτερο στοιχείο της σκέψης του Μάρξ είναι το παραδοσιακό ή καθαρά θεωρητικό, το φιλοσοφικό κατά το οποία η ίδια η θεωρία εγγυάται την θεωρία και δεν αποτελεί αντικείμενο απόδειξης. Ο “Μαρξισμός” όμως δεν είναι απλώς μία θεωρητική φιλοσοφία, είναι μία θεωρία που θεμελιώθηκε με σκοπό την πρακτική της εφαρμογή και την υιοθέτηση της, την εκπροσώπησή της από κοινωνικές ομάδες με επαναστατικές προεκτάσεις, με σκοπό την αλλαγή και ένα καινούργιο πολιτικό- κοινωνικό πρόγραμμα. Η διαστρέβλωση της θεωρίας αυτής έγκειται στο ότι οι άνθρωποι που την “ερμηνεύουν” και την “εκπροσωπούν” οργανώνονται σε ένα επαναστατικό κόμμα που θέτει τον εαυτό του στο επίκεντρο της επανάστασης και κρίνει, καθορίζει και διευθύνει την δράση της εργατικής τάξης προς την απελευθέρωσή της, ηθελημένα ή μή. Το κόμμα εγγυάται την θεωρία και δημιουργείται μία νέα εκμεταλλευτική κοινωνία κάτω από την κυριαρχία του ίδιου κόμματος.
Για τον Μαρξ, δεν υπάρχει κρίση στην παραγωγή, στην “διαδικασία εργασίας”. Η κριτική του Μάρξ δεν αφορά την ουσία της, αφορά τους σκοπούς, το καπιταλιστικό κέρδος για παράδειγμα, και όχι τον χαρακτήρα της και την υποδούλωση του εργάτη στις μηχανές και τα αντικείμενα. Για αυτό και η λύση που προτείνει είναι ο περιορισμός της διάρκειας της εργασίας. Ο Καστοριάδης ασχολείται με τον χαρακτήρα της εργασίας και την αποκοπή του εργάτη από το προϊόν που “παράγει” και την οργάνωση της παραγωγής, αποτέλεσμα του κατακερματισμού της εργασίας και την τάση του συστήματος να εξορίσει τους ανθρώπους τελείως από την διεύθυνση της παραγωγής. Η κεντρική ιδέα της εργατικής πάλης είναι η αυτόνομη οργάνωση της παραγωγής, η αυτοδιοίκηση των μικρο-παραγωγών, και είναι άσχετη από την μορφή ιδιοκτησίας καθώς κατά τον Καστοριάδη η καπιταλιστική οργάνωση στηρίζεται στην απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και όχι στον άν το εργοστάσιο ανήκει σε έναν ατομικό καπιταλιστή η στο “Κράτος”.
Δεν υπάρχουν ιστορικοί κανόνες, ιερά κείμενα και θεωρίες από όπου συνάγονται ορθά πρακτικά συμπεράσματα και προκύπτει η αλήθεια. Όλες οι κρίσεις είναι αποτέλεσμα της πάλης των τάξεων, της αμφισβήτησης των κοινωνικών σχέσεων και της παράδοσης και όχι ιστορικότητας, εξέλιξης ή αντικειμενικών παραγόντων και νόμων. Το κοινωνικό- ιστορικό όν, δεν μπορεί να υπαχθεί σε έναν καθαρά θεωρητικό τρόπο θεώρησης με τον οποίο μπορείς να προβλέψεις την συμπεριφορά του. Σε κάθε περίπτωση το κίνητρο και η κατεύθυνση είναι η αυτοθέσμιση, η τάση προς την αυτονομία. Η πάλη ενάντια στο θεσμισμένο σύστημα είναι ταυτόχρονα και δημιουργία. Η ίδια η αμφισβήτηση και η άρνηση των παραδοσιακών ρόλων έρχεται με την δημιουργία καινούργιων σημασιών και θεσμών που δεν είναι απόρροια κάποιας θεωρίας αλλά είναι αποτέλεσμα της “δυναμικής” της εκάστοτε κοινωνίας. Αυτές οι σημασίες δεν είναι λογικές και κατά τον Καστοριάδη αποτελούν Κοινωνικές Φαντασιακές Σημασίες. Κάθε κοινωνικό-ιστορική μορφή αντιστοιχεί στην δημιουργία και στη θέσμιση ενός μάγματος κοινωνικών φαντασιακών ερμηνειών. Μέσα σε αυτό το μάγμα βρισκόμαστε και εμείς, τις περισσότερες φορές χωρίς επίγνωση και συνείδηση αυτού του πράγματος. Ο αγώνας, η αμφισβήτηση , η κρίση της κοινωνίας αποκαλύπτει τις θεσμισμένες σημασίες με το να τις καταπολεμά και με το προτείνει άλλες καινούργιες. Ερμηνεύουμε το σύστημα με βάση της σημασίες που δημιουργεί η πάλη των ανθρώπων μέσα στο σύστημα και ενάντια στο σύστημα. Η ίδια η κοινωνία “μεταφράζει” τους θεσμούς της μιλώντας την κρίση της. Σκοπός μας πρέπει να είναι μία εργασία ερμηνείας, η διευκρίνηση, η κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας που στηρίζεται σε αυτές της φαντασιακές σημασίες῎. Καμία θεωρία δεν μπορεί να θεμελιώσει μια πολιτική. Πρέπει να κάνουμε μια συνειδητή και υπεύθυνη επιλογή, να πούμε σαν άτομα και σαν κοινωνική ομάδα ότι εμείς αυτό θέλουμε και αυτή η επιλογή μας είναι η βάση της πολιτικής μας στάσης και τοποθέτησης. Διαπιστώνω μία κρίση της κοινωνίας, που δεν αποτελεί απλή φθορά των θεσμών, αποσαφηνίζω και διευκρινίζω την κρίση αυτή και την πραγματική της σημασία για εμάς και παίρνω μία θέση, κάνω μία εκλογή και τοποθετούμε πρακτικά και θεληματικά απέναντι σε αυτή την κοινωνική κρίση.
Saturday, June 12, 2010
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment